- αντιφεμινιστής
- οο αντίθετος προς τον φεμινισμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιφεμινιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που είναι εναντίον του φεμινισμού, της χειραφέτησης της γυναίκας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)